- μόνους
- μόνοςalonemasc acc plμονόωmake singleimperf ind act 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
AUSON vel AUSONIUS — AUSON, vel AUSONIUS Ulyssis et Calypsûs fil. Inde, ut quidam volunt, Ausones, antiquissimi Italiae populi, iidem qui et Aurunci. Servius in l. 7. Aen. v. 727. Aurunci Graecis Ausones nominan ur. Dio Cocceianus apud Isac. In Lycophronem: Αὐσονία… … Hofmann J. Lexicon universale
AUTOCHIRES — Graece Αὐτόχειρες, aliter Αὐτοφόροι, i. e. Suicide, qui ipsi sibi mortem consciscunt, apud Hebraeos, soli sepulturae honore caruerunt, uti Iosephus docet de Bell. Iud. l. 3. c. 25. Nec id mirum, cum in hos aliud supplicium constitui non possit,… … Hofmann J. Lexicon universale
LIBERI — apud Graecos 4. erant generum, teste Eust. in Hom. Γνήσιοι, Νότοι, Σκότιοι et Παρθηνίαι Γνήσιος, aliter Ι᾿θαγενὴς dicebatur, qui e matre cive natus esset, Lat. Legitimus. Non enim omnes sine ullo discrimine Liberi, quos patres tollebant in… … Hofmann J. Lexicon universale
SIDERA — pro Diis olim habita: nec solum Sol et Luna, quos Caeli oculos Pythagorici dictabant; aut reliqui quoque Planetae, quos Maiorum Gentium Deos, vel Selectos, vocavêre: verum et coetera omnia astra; idque tum a Barbaris, tum Graecis. Ita enim Plato… … Hofmann J. Lexicon universale
UROTALT — Deus Ethnicus, de quo Herodot. Mus. 3. ubi Arabum religionem et mores describit: Διόνυσον δὲ θεὀν μοῦνον, καὶ την` Οὐρανίην ἡγέονται εἶναι. Subdit: Ο᾿νομάζουσι δὲ τὸν μεν Διόνυσον Ο᾿ροτᾶλι, την` δὲ Οὐρανίην Α᾿λιλάι. Etymon quod attinet, Puto… … Hofmann J. Lexicon universale
μαστίγιο — Λεπτή μάστιγα, καμουτσίκι, βούρδουλας. Στη βιολογία μ. ονομάζεται η κυτταρική προέκταση βακτηρίων, πρωτόζωων και σπερματοζωαρίων των περισσοτέρων ζωικών οργανισμών και ορισμένων κατώτερων φυτικών οργανισμών, η οποία εξυπηρετεί την κίνησή τους. Τα … Dictionary of Greek
νεωτεριστής — ο, θηλ. ίστρια (Α νεωτεριστής) [νεωτερίζω] φορέας νέων ιδεών, αυτός που νεωτερίζει, που επιθυμεί ή επιχειρεί μεταβολές, κυρίως στην πολιτική ζωή («τὴν τόλμην καὶ τὴν λαμπρότητα δείσαντες ἀπεπέμψαντο μόνους τῶν συμμάχων ὡς νεωτεριστάς», Πλούτ.)… … Dictionary of Greek
συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ … Dictionary of Greek
τεχνίτης — ο, ΝΜΑ, και θηλ. τεχνίτρα και τεχνίτρια Ν, και θηλ. τεχνῑτις, ίτιδος, Α 1. αυτός που γνωρίζει και ασκεί μια τέχνη, ιδίως χειρωνακτική, μάστορης 2. αυτός που χρησιμοποιεί τους κανόνες ενός τομέα τής τέχνης για την εκτέλεση ενός έργου (α. «ο άντρας … Dictionary of Greek
Βολς — (Wols, Βερολίνο 1913 – Παρίσι 1951). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Γερμανού ζωγράφου Βόλφγκανγκ Σούλτσε (Wolfgang Schulze). Σπούδασε στο Μπαουχάους με τον Μις Βαν ντερ Ρόε και τον Μόχολι Νάγκι. Το 1933 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι και από το 1936 έως το … Dictionary of Greek